ακροπόλος

ακροπόλος
ἀκροπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός
2. ως ουσ. οἱ ἀκροπόλοι
οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πόλος < πολῶ (-έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκροπόλος — high ranging masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροπόλα — ἀκροπόλος high ranging neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπολος — ἐπίπολος, ον (Α) ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ἀκροπόλοι — high ranging masc nom/voc pl ἀκροπόλος high ranging masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροπόλοις — ἀκροπόλοι high ranging masc dat pl ἀκροπόλος high ranging masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροπόλοισιν — ἀκροπόλοι high ranging masc dat pl (epic ionic aeolic) ἀκροπόλος high ranging masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροπόλων — ἀκροπόλοι high ranging masc gen pl ἀκροπόλος high ranging masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”